Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες (ντούγιες), και μακρύ βραχίονα,
(το μπράτσο ή μάνικο) με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα).
Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται (τάστα).
Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός
με ένα μικρό πλήκτρο την (πένα).
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους
ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν αναφορές για επτάχορδα ή οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια
πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα
ΡΕ και άλλοτε και ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές),
ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος με κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος).
Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα
με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας.
Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά,
οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.
Η καταγωγή του μπουζουκιού σαν όργανο είναι Ελληνική,
ενώ θεωρείται όπως κι όλα τα λαούτα, σαν ένα είδος μετεξέλιξης
της αρχαιοελληνικής πανδούρας.Η καταγωγή του μπουζουκιού, ως απόγονος της
αρχαίας ελληνικής μουσικής, τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα,
όπου υπήρχε το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως "Πανδουρίδιον"
Έντονος υποστηρικτής της πηγής αυτής είναι τα μάρμαρα της εποχής,
με γνωστότερο αυτό της Μαντινείας(4ος αιώνας π.Χ.),
που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας,
κι απεικονίζει το μυθικό αγώνα, μεταξύ Απόλλωνος και Μαρσύα,
όπου η αρχαιοελληνική πανδούρα παίζεται από μια μούσα κάθισμένη πάνω σε έναν βράχο.
Ορισμένοι δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο στην ονομασία του (buzuq),
αν και είναι πιθανόν η λέξη να προέρχεται από τη περσική λέξη "tambur-e bozorg"
που σημαίνει "μεγάλος ταμπουράς" με μετατροπή του ήχου "rg" σε "k".
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο
στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία
και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα.
Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του
και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν,
ψαλτήριον, μπουζούκι και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα με τα οποία ονομάζονταν
όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων.
(το μπράτσο ή μάνικο) με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα).
Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται (τάστα).
Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου.
Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός
με ένα μικρό πλήκτρο την (πένα).
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους
ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ (υπάρχουν αναφορές για επτάχορδα ή οκτάχορδα τριφωνικά μπουζούκια
πάλι σε χόρδισμα ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, με τη διαφορά ότι η μπάσα
ΡΕ και άλλοτε και ΛΑ αποτελούνταν από 3 χορδές),
ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος με κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ (πάλι ανά ζεύγος).
Παλιότερα τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα
με τον μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας.
Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν μέχρι τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά,
οριστικά δε με την επικράτηση του τετράχορδου.
Η καταγωγή του μπουζουκιού σαν όργανο είναι Ελληνική,
ενώ θεωρείται όπως κι όλα τα λαούτα, σαν ένα είδος μετεξέλιξης
της αρχαιοελληνικής πανδούρας.Η καταγωγή του μπουζουκιού, ως απόγονος της
αρχαίας ελληνικής μουσικής, τοποθετείται στην αρχαία Ελλάδα,
όπου υπήρχε το αντίστοιχο αρχαιοελληνικό όργανο γνωστό κι ως "Πανδουρίδιον"
Έντονος υποστηρικτής της πηγής αυτής είναι τα μάρμαρα της εποχής,
με γνωστότερο αυτό της Μαντινείας(4ος αιώνας π.Χ.),
που σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας,
κι απεικονίζει το μυθικό αγώνα, μεταξύ Απόλλωνος και Μαρσύα,
όπου η αρχαιοελληνική πανδούρα παίζεται από μια μούσα κάθισμένη πάνω σε έναν βράχο.
Ορισμένοι δέχονται την τουρκική προέλευση μόνο στην ονομασία του (buzuq),
αν και είναι πιθανόν η λέξη να προέρχεται από τη περσική λέξη "tambur-e bozorg"
που σημαίνει "μεγάλος ταμπουράς" με μετατροπή του ήχου "rg" σε "k".
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το μπουζούκι που κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο
στη λαϊκή ορχήστρα, έχει σχήμα, διαστάσεις και διάταξη χορδών, ίδια εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς, επέζησε στην Τουρκοκρατία
και η άνθησή του στις μέρες μας πέρασε από μια περίοδο αμφισβήτησης στις αρχές του αιώνα.
Οι παραλλαγές αυτού του αρχαίου οργάνου ήταν αρκετές μέσα στα χρόνια της ζωής του
και είχε τα ονόματα πανδούρα ή πανδουρίδα, τρίχορδον, ταμπουράς, θαμπούρα, ταμπούριν,
ψαλτήριον, μπουζούκι και άλλα μικρότερα ή μεγαλύτερα με τα οποία ονομάζονταν
όργανα της ίδιας οικογένειας, των ταμπουράδων.